Κάποτε θα καταστρέψω όλα αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς ντροπή – και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος
κι αν συνεχίζω να ζω είναι γιατί δε θέλω να λησμονήσω ή βγαίνω μ’ ένα τσεκούρι στην πόρτα προς δόξαν του αιώνα μου – σχεδόν ερχόταν μια γυναίκα στην κάμαρά μου, όλα κρατούσαν λίγο σαν την αθωότητα, ύστερα γράφαμε σ’ ένα χαρτί το όνομά μας και το πετούσαμε από το παράθυρό μας (ίσως ήταν η ώρα που περνούσε η φήμη).
Τώρα η γυναίκα θα ’χει γεράσει σαν τη μητέρα ή το θωρηκτό Ποτέμκιν, στις γωνίες οι μέθυσοι με τις μπουκάλες στο στόμα σαν τις σάλπιγγες της Αποκαλύψεως και το χιόνι που πέφτει αόρυβα απ’ το πρωί σαν κάποιος να τινάζει το σπόγγο του παλιού σχολείου…
Κι φίλος μου ο Ιγνάτιος ερχόταν σε ώρες ακατάστατες, φτωχός αλλά παροιμιώδης, συνήθως αντί μικράς αμοιβής παρίστανε το νεκρό σε κάποιο πλανόδιο θίασο – εκείνο το βράδυ μόλις είχαμε βγει από ένα μπαρ, «πίνεις σαν άγγελος» του λέω, «πώς το ’μαθες;» έκανε ξαφνιασμένος, γέλασα, «ξέρω ακόμα περισσότερα», του λέω, «όπως λόγου χάρη: πόσους θυρωρούς έχει η Κόλαση και πόσες πουτάνες το Νοβοροζίνσκι», πίναμε όλη νύχτα, «ακούς αυτή την υπέροχη μουσική;» μου λέει. «Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου»
Λοιπόν, ποιος ήταν ο Ιγνάτιος; αλλά και ποιος δε σφάλλει ή ποιος δε λύγισε με τα χρόνια. Κι αλήθεια, τι γνωρίζουμε για τον εαυτό μας; Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο (;), ή κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι που σε λίγο κάτω απ’ το όνομά μας δε θα’ ναι κανείς (και μόνον η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες)- όμως σήμερα ξύπνησα μ’ έναν προορισμόωραιότερο, κι αυτή η γυναίκα στο πάρκο τόσο θλιμμένη που την ακολουθούσαν οι Εποχές και πιο πίσω έρχονταν σαν μικρές φτερούγες τα χειρόγραφα των ποιητών που πέθαναν νωρίς, πριν έρθει η δόξα – κι εγώ έπρεπε να παραδεχτώ την ενοχή μου για να σώσω ίσως κάτι περισσότερο από μένα, γι’ αυτό κιόλας με βλέπετε εδώ στη γωνιά του δρόμου, έτοιμο κάθε στιγμή να σας εξυπηρετήσω-
ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά…
Θυμάσαι; Ο πατέρας σου ήταν νεκρός στο φέρετρο – εσύ κάτι έψαχνες και μπήκες σε μιαν άλλη κάμαρα, μονάχη, σ’ ακολούθησα, απ’ το ανοιχτό παράθυρο ερχόταν η ευωδιά του κήπου (ω θα ’μαστε νεκροί κι η άνοιξη θα ’ρχεται πάλι και πάλι) = σε πλησίασα, με κοίταξες στα μάτια και τότε σε φίλησα για όλα τα χρόνια που θα περάσουν, για όλες τις ελπίδες που θα χαθούν, σε φίλησα και σε κράτησα πάνω μου –κι όπως πριν λίγο είχες αγκαλιάσει ν’ αποχαιρετήσεις το νεκρό, τα μαλλιά σου μύριζαν αιωνιότητα….
Κι ύστερα μια νύχτα συνάντησα τον πεθαμένο αδελφό μου, καθόταν σε μια γωνιά κι έκλαιγε, «τι έχεις» του λέω, «γιατί δεν ξανάρθε ο κύριος Μαρίνος στο σπίτι;» μου λέει, ήταν ένα παλιός δάσκαλος του βιολιού με μια αστεία ρεντιγκότα, «δεν είχαμε να τον πληρώσουμε, αγόρι μου» του λέω, «ξεπέσαμε», τότε σαν να θύμωσε, άρπαξε με τα δυο του χέρια το λεωφορείο και το σήκωσε ψηλά, «κοίτα τι μπορεί ένας άνθρωπος» σκέφτηκα με θαυμασμό, τέλος, καθώς γύριζα άρχισε να βρέχει, «γι’ αυτό σταυρώθηκε ο Χριστός» είπα μέσα μου κι έκανα το σταυρό μου.
Όσο για τις νοσοκόμες καθάριζαν μ’ επιμέλεια τους θαλάμους, όμως εγώ ήμουν πάντα λυπημένος, «σκότωσα την αιωνιότητα, γιατρέ» έλεγα, ο γιατρός γελούσε, «δε γίνονται τέτοια πράγματα» έλεγε, «γίνονται γιατρέ» του λέω και του διηγήθηκα τις δυστυχίες της θείας μου, τη λέγανε Ευδοκία, τελικά ψάλαμε όλοι μαζί το ‘εν ανθρώποις ευδοκία» - από τότε αγαπώ τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή μεταμορφώνομαι σε ήρωα (για να αποφύγω τους πραγματικούς κινδύνους) έτσι και πίσω απ’ τις πιο ακόλαστες πράξεις μας κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει,
α, φίλοι μου, ζούμε σ’ ένα όνειρο που δε θα επαληθευτεί παρά μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ’ άστρα έχουν πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πουν, κι ο δολοφόνος σηκώνει συνήθως το χέρι του
όπως μια γυναίκα το μαραμένο μαστό της.
Τελικά κανείς δεν έβλεπε ακόμα την τρομερή προειδοποίηση, νυχτερίδες κούρνιαζαν πάνω στο νιπτήρα, οι λειχήνες έτρωγαν σιγά σιγά τους τοίχους και μόνον η Δωροθέα δινόταν μ΄ ευψυχία στους περαστικούς — ο πιο αξιολύπητος όμως ήταν ο τρίτος, «γιατί με κυνηγούν;» ρώτησε, «κι όμως εγώ αγρυπνούσα» ξανάπε σαν να ’ταν αυτό ένα άλλοθι, γιατί υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου κι επειδή είμαι προνοητικός, τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ’ άλλα φαντάσματα — κι άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, «γιατί κατέβηκα εδώ;» είπα σιγανά.
Αλλά δεν ήταν κανείς ν’ απαντήσει…
-Τάσος Λειβαδίτης-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου