Ο Φερνάντο
Πεσσόα (1888 - 1935) ήταν Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας.
Μέχρι
σήμερα, οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει είκοσι επτά διαφορετικές
προσωπικότητες που υπογράφουν γραπτά του Πεσσόα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο
αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς, από την εποχή της Νοτίου Αφρικής, ο Αλμπέρτο
Καέιρο, ένας σοφός που συνθέτει τα ποιήματά του αποτραβηγμένος στην εξοχή,
ο Ρικάρντο Ρέις, φιλόλογος, που προσπαθεί να αναμετρηθεί με τους
αρχαίους κλασικούς και ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός, με παιδεία
αγγλοσαξονική, που στο έργο του υμνεί την τεχνολογία και την έλευση των μοντέρνων
καιρών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να
συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα.
Όταν το 1935
πέθανε διαλυμένος από το ποτό σε ηλικία 47 ετών, βρέθηκε στο σπίτι του ένα
μπαούλο με 27.453 χειρόγραφα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος μένει ακόμη να
μελετηθεί και να εκδοθεί, επιφυλάσσοντας ενδεχομένως και άλλες εκπλήξεις στους
επιμελητές. Ο Πεσσόα πέθανε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, όμως ο
πορτογαλικός λαός άργησε να αναγνωρίσει στα πολλά του πρόσωπα το συγγραφέα που
εκφράζει τους πόθους του και τις αγωνίες του και να τον τιμήσει σαν τον εθνικό
του ποιητή.
Αλλά ας μιλήσει ο ίδιος ο ποιητής καλύτερα:
Με τον ίδιο
τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να
αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε
όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι
στον εαυτό μας.
Αυτό θα μπορούσε να μοιάζει παράδοξο σε όποιον πιστεύει ακόμη, αφελώς, ότι υπάρχουν παράδοξα σε τούτο τον κόσμο.
Αυτό θα μπορούσε να μοιάζει παράδοξο σε όποιον πιστεύει ακόμη, αφελώς, ότι υπάρχουν παράδοξα σε τούτο τον κόσμο.
Είναι η
εξομολόγηση μου, κι αν δε λέω τίποτα, είναι που δεν έχω τίποτα να πω. Τι μπορεί
δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο;
Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ' όλον τον κόσμο είτε μόνο σ' εμάς. Στην
πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα το καινούριο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δεν
μπορεί να το καταλάβει΄.
Εγώ, τη μέρα, είμαι ένα τίποτα και τη νύχτα είμαι εγώ
'Η συνείδηση της μη συνείδησης της ζωής είναι ο αρχαιότερος φόρος της διάνοιας'
Ειμαι ένας άνθρωπος ανίκανος για δράση, αμήχανος μπροστά σε κάθε πρωτοβουλία ή κίνηση, αδέξιος στις κουβέντες μου με τους άλλους'
'Η πραγματικότητα με αναστατώνει. Τα λόγια των άλλων με βυθίζουν σ' ένα τεράστιο άγχος'
'Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.'
'Πίστη δεν αποκτάς με το νου'
'Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω που θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μια φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα' θα μπορούσα και να το θεωρήσω σαν ένα χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους'
Η πρόστυχή μου ύπαρξη υποκρίνεται μπρος στη ζωή.
Δεν παραπονιέμαι για τη φρίκη της ζωής. Παραπονιέμαι για τη φρίκη της δικής μου ζωής.΄
Η λαμπρότητα ενός ωραίου ηλιοβασιλέματος, με καταθλίβει μ' όλη του την ομορφιά. Μπροστά σ' ένα τέτοιο θέαμα πάντα λέω : πόσο ευχαριστημένος πρέπει να νιώθει ένας ευτιχισμένος άνθρωπος αντικρίζοντας αυτόν τον ήλιο
'Ότι είναι αγωνία το βλέπω. Κι ότι είναι χαρά δεν το νιώθω'
'Ζω πάντα στο παρόν. Το μέλλον δε το γνωρίζω. Το παρελθόν δεν το έχω πια'
'Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας'
'Οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν από την ασθένεια του να μην ξέρουν να πουν αυτό που βλέπουν ή αυτό που σκέφτονται'
'Πλήξη είναι, να σε βαραίνει η ανία του κόσμου, η στεναχώρια του να ζεις, η κούραση του να έχεις ζήσει. Η πλήξη είναι, στην ουσία, η σαρκική συνείδηση της εκτεταμένης κενότητας των πραγμάτων. Αυτός όμως που βρίσκεται στο έλεος της πλήξης είναι καταδικασμένος σ ένα κελί δίχως όρια'
Είναι εύκολο να απομακρύνεις τους ανθρώπους. Αρκεί να μην τους πλησιάζεις
'Απαλλαγείτε από το παιδαριώδες σφάλμα της αναζήτησης του νοήματος των πραγμάτων και των λέξεων. Τίποτα δεν έχει νόημα'
'Η ζωή μου φέρνει μια ακαθόριστη ναυτία κι η μετακίνηση μου την επιδεινώνει'
'Η μοναδική τραγωδία είναι η αδυναμία μας να συλλάβουμε τον εαυτό μας στην τραγικότητά του'
I Know not what tomorrow will bring
ΟΙ ΩΡΕΣ
Οι ώρες δεν αντέχουν
πια να είναι ώρες
Ω, να μπορούσαμε κάτι
άλλο να είμαστε! λένε.
Η δουλειά τους είναι
να κάνουν γέρους τα παιδιά,
Τις ελπίδες, τα άνθη,
Χλωμά τα χείλη να
βάφουν και γκρίζα τα μαλλιά.
Μολύνουν, θλίβουν,
σκοτώνουν την ομορφιά.
Όταν περνούν,
κοιτάζουν πίσω,
Το δρόμο που είχαν
ταχτεί να κάνουν,
Κι άλλο δε βλέπουν
παρά οδυρμούς.
Έτσι, ω, να μπορούσαμε
κάτι άλλο να είμαστε! λένε.
Γιατί νομίζουν πως
ξέρουν
Πως όλα τα πράγματα κι
οι σκέψεις που παίρνουν μαζί τους
Ξεθωριάζουν και
φεύγουν.
Δεν ξέρουν, οι τυφλές
και μίζερες
Πώς τείχος υψώνουν
Ψεύτικο θησαυρό
προστατεύοντας, λάφυρα ενός κλέφτη
Πως όλα μιαν Άλλη
Σημασία έχουν
Α, ναι! Ακόμα κι ο
Θεός ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου