Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE UK.
Στη μαμά μου αρέσει να λέει ότι η ενοικίαση ακινήτου είναι «παιχνίδι χαμένο από χέρι». Της αρέσει επίσης να μου λέει ότι το να πληρώνεις νοίκι είναι «νεκρά λεφτά», γεγονός που με κάνει να νιώθω τρόμο και να καταθλίβομαι, λες και τα λεφτά που βγαίνουν από τον λογαριασμό μου κάθε μήνα να είναι κατά κάποιον τρόπο καταραμένα.
Ένα πράγμα που κάνει ακόμη χειρότερα τα λεφτά του ενοικίου είναι η ντροπιαστική ταπείνωση να ζητάς στο τέλος του μήνα από τους γονείς σου να βοηθήσουν για να καλύψεις αυτό το ποσό. Μερικές φορές έχει χρειαστεί να στραφώ στην Τράπεζα της Μαμάς και του Μπαμπά για οικονομική βοήθεια. Η πρώτη φορά ήταν όταν μετακόμιζα στο Λονδίνο και
χρειαζόμουν βοήθεια για μια μεγάλη προκαταβολή, πάνω από 1.400 ευρώ. Η δεύτερη φορά αφορούσε χρήματα για μια άλλη τεράστια προκαταβολή, αφού πήρα πολύ λίγα πίσω από την πρώτη. Την τρίτη φορά ζήτησα από τη μαμά και τον μπαμπά μου ένα «δάνειο» που θα με βοηθούσε να τα καταφέρω τους πρώτους μήνες όταν μετακόμισα σε ένα ελαφρώς λιγότερο απαίσιο διαμέρισμα. Νομίζω πως όλοι γνωρίζαμε ότι ήταν ένα δάνειο που δεν θα αποπληρωνόταν ποτέ.
Δυστυχώς για την κοινωνία, είμαι αρκετά φυσιολογικός. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του Shelter, 450.000 ενήλικες σε όλη τη Βρετανία χρειάζονται τη βοήθεια των γονιών τους για να αντεπεξέλθουν στην πληρωμή των ενοικιαζόμενων σπιτιών τους. Υπάρχει κάτι θλιβερό και γελοίο σε αυτό τον αριθμό: 450.000 ενήλικες, που έφυγαν από την πατρική εστία, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο πατρικό για να ζητήσουν κάποια οικονομική βοήθεια από τη μαμά και τον μπαμπά.
Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, το 76% των νέων 15 έως 29 ετών δεν είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα μας στη δεύτερη θέση ανάμεσα στα 35 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, μαζί με τη Σλοβενία και πίσω μόνο από την Ιταλία. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει σε πολιτισμικούς παράγοντες, αλλά εξηγείται σε ένα βαθμό και από την οικονομική κρίση που έπληξε βαθιά τον ευρωπαϊκό νότο, και υποχρέωσε πολλούς νέους να συνεχίσουν να κατοικούν με τους γονείς τους καθώς δεν είναι οικονομικά αυτάρκεις.
Φαίνεται ότι το τελετουργικό ξεκινά στο πανεπιστήμιο. Πολλοί γονείς νιώθουν την υποχρέωση να βοηθήσουν τουλάχιστον στην πληρωμή κάποιων από τα έξοδα στέγασης των παιδιών τους, αλλά τα έξοδα δεν τελειώνουν πάντα την ημέρα της αποφοίτησης.
Δεν έχει σημασία πόσων χρονών είσαι. Τη στιγμή που πας πίσω στη γονική σχέση για να ζητήσεις βοήθεια, νιώθεις ξανά σαν παιδί.
Η Laura, 31 ετών, που εργάζεται με μερική απασχόληση στην Οξφόρδη, εξηγεί πως παλεύει να επιτύχει την οικονομική ανεξαρτησία της από τότε που πήρε το πτυχίο της στην ιστορία της τέχνης, πριν από επτά χρόνια. Τώρα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία και οι γονείς της πληρώνουν περισσότερα από τα μισά του ενοικίου που δίνει για το διαμέρισμα όπου συγκατοικεί.
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
«Βοήθησαν να πληρώσω το ενοίκιό μου όταν ήμουν φοιτήτρια την πρώτη φορά και δεν πίστευα πως θα έπρεπε να ζητήσω ξανά τη βοήθειά τους», εξηγεί. «Είναι περίεργο συναίσθημα. Δεν μπορείς να μην αισθάνεσαι ενοχή γι' αυτό. Είναι τόσο καλοί στο συγκεκριμένο θέμα και υπάρχει μια επιπρόσθετη πίεση και προσδοκία από αυτούς τώρα – μια προσδοκία να τα πάω καλά στη ζωή και την καριέρα μου, ώστε να μη χρειάζεται να εξακολουθήσω να τους ζητάω χρήματα».
Πώς λοιπόν το να ζητάς χρήματα για το ενοίκιο αλλάζει τη σχέση με τους γονείς σου;
Ρωτάω την Arabella Russell, σύμβουλο σχέσεων που δουλεύει με οικογένειες στη φιλανθρωπική οργάνωση Relate, τι γίνεται ψυχολογικά όταν τα παιδιά ζητούν χρήματα από τους γονείς τους.
«Δεν έχει σημασία πόσων χρονών είσαι. Τη στιγμή που πας πίσω στη γονική σχέση για να ζητήσεις βοήθεια, νιώθεις ξανά σαν παιδί», λέει. «Eκείνη η εξάρτηση μπορεί να σε κάνει να νιώσεις πολύ άβολα και άνισα. Τα χρήματα είναι ένας από τους κύριους λόγους που τσακώνονται οι οικογένειες – υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προκύψουν δυσαρέσκειες. Μπορεί να δοθούν χρήματα στο ένα ή το άλλο παιδί και αυτό μπορεί να γίνει αιτία δυσαρέσκειας. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να θεωρήσουν ότι οι γονείς τους έχουν πολλά χρήματα και θα έπρεπε να τους βοηθήσουν ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούν. Aπό την πλευρά του, ένας γονιός ακόμα κι αν έχει χρήματα, μπορεί να σκεφτεί "λοιπόν, όταν ήμουν νέος έπρεπε να κοπιάσω, έτσι κι εσύ πρέπει να παλέψεις λιγάκι επίσης – αυτό θα σε κάνει άντρα ή γυναίκα"».
Αλλά η Russell λέει ότι είναι πολύ πιο υγιές να τα πεις όλα ανοιχτά. «Είναι σημαντικό να μιλήσεις γι' αυτό και να πεις εάν τα χαρίζεις ή απλώς τα δανείζεις, ή γιατί είναι πραγματικά απαραίτητα, διότι οι παρεξηγήσεις είναι αυτές που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στις οικογένειες για χρόνια», λέει. «Εάν οι γονείς σου μπορούν να σε βοηθήσουν οικονομικά, αυτό είναι υπέροχο. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν ότι η κοινωνία αλλάζει και τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως σκληρά αυτήν τη στιγμή. Θα μπορούσε με τον καιρό να γίνει πολιτιστική νόρμα να δίνεις χρήματα στα παιδιά για μεγαλύτερο διάστημα και αυτό θα μπορούσε να διαλύσει μερικές από τις ενοχές και την αμηχανία».
Μερικοί γονείς είναι ευτυχισμένοι που μπορούν να παρεμβαίνουν όταν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στεγαστική κρίση, έστω κι αν τα παιδιά τους είναι γύρω στα 40.
Η Lou, 45 ετών, εξηγεί πως ο μπαμπάς της την έχει στηρίξει πολλές φορές με το νοίκι. Με δικά της παιδιά να πρέπει να στηρίξει, η Lou δίνει μάχη για να μπορεί να πληρώσει τα διαμερίσματα που έχει νοικιάσει στο Guildford του Surrey από τότε που χώρισε με τον σύζυγό της πριν από μερικά χρόνια.
«Με κάνει να αισθάνομαι σαν να πρόκειται για αποτυχία», λέει η Lou, που έχει έναν 19χρονο γιο και μια 13χρονη κόρη. «Το να μην μπορείς να τα βγάλεις πέρα είναι κατά κάποιον τρόπο γελοίο. Πραγματικά, κάποια στιγμή σκέφτηκα να μετακομίσω με τον πρώην σύζυγό μου – πόσο γελοίο είναι αυτό; Ή να βρω μια γκαρσονιέρα και να μη ζήσω με κανένα από τα παιδιά μου».
Είμαι αρκετά τυχερός που έχω γονείς οι οποίοι χαίρονται που το κάνουν και δεν το βλέπουν σαν υποχρέωση, αλλά υπάρχει αυτή η μικρή ενόχληση ότι πρέπει να ζω ακόμα στο σπίτι.
Ο Sam, 27 ετών, ακόμα ζει με τους γονείς του στο Woking του Surrey. Κι αυτός είναι ευγνώμων που καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στην αγορά των ακινήτων. Πλήρωναν το νοίκι των 470 ευρώ κάθε μήνα για το διαμέρισμα όπου συγκατοικούσε όταν ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick και τώρα του επιτρέπουν να ζήσει χωρίς ενοίκιο –χρεώνοντας μόνο 120 ευρώ τον μήνα για φαγητό και Διαδίκτυο– ενώ προσπαθεί να αποταμιεύσει περισσότερα για να αγοράσει ακίνητο στο Λονδίνο.
«Στόχος ήταν να είναι κάτι προσωρινό, αλλά διήρκεσε περισσότερο – τέσσερα χρόνια μετά, είμαι ακόμα εδώ», λέει ο Sam, που εργάζεται στο Λονδίνο. «Είναι παράξενο, διότι με αυτό τον τρόπο δεν μεγαλώνεις αρκετά – όχι σωστά. Είμαι αρκετά τυχερός που έχω γονείς οι οποίοι χαίρονται που το κάνουν και δεν το βλέπουν σαν υποχρέωση, αλλά υπάρχει αυτή η μικρή ενόχληση ότι πρέπει να ζω ακόμα στο σπίτι. Επιστρέφω στο σπίτι μερικές φορές και η μαμά ή ο μπαμπάς μου θα έχουν αφήσει στο κρεβάτι κάποιο άρθρο εφημερίδας για τιμές σπιτιών ή για καινούργιους αγοραστές. Είναι επειδή ξέρουν πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα και ξέρουν πως κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να αποταμιεύσω».
Ας βάλουμε όλη αυτή την ενοχή, την ευγνωμοσύνη και την οικογενειακή αμηχανία, στις σωστές διαστάσεις. Οι κοινωνιολόγοι λένε ότι υπάρχουν πολύ καλοί λόγοι για τους οποίους η γενιά μας δεν τα καταφέρνει τόσο καλά. Πρόσφατη έκθεση του ιδρύματος Resolution διαπίστωσε ότι τα υψηλά ενοίκια που πληρώνουν οι νέοι άνθρωποι είναι μέρος μιας ασυνήθιστης μεταφοράς πλούτου μεταξύ των γενεών. Όχι μόνο οι millennials στη Βρετανία έχουν ξοδέψει 51.500 ευρώ περισσότερα στο νοίκι μέχρι να μπουν στα 30 συγκριτικά με τις γενιές του 1946-64, αλλά τα μισά αυτού του ενοικίου –4,6 δισ. ευρώ ετησίως– πάνε στη γενιά των baby boomers, αφού αυτοί είναι οι ιδιοκτήτες ακινήτων.
Έτσι, την επόμενη φορά που πρέπει να ζητήσεις μετρητά, πες στους γονείς σου με κάθε τρόπο ότι είσαι υπερευγνώμων. Αλλά εάν εμπλακείτε σε εφηβικού τύπου ματς με φωνές, τουλάχιστον θα έχεις κάποια απόδειξη ότι είναι δικό τους λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου