Άνθρωπε, που ήσουν όταν είδες τον συνάνθρωπό σου να πεινάει και να πονάει που δεν έχει στον ήλιο μοίρα;
Που ήσουν όταν απέλυσαν τον γείτονά σου, επειδή έπιασε τα πενήντα και δεν απέδιδε πια;
Που ήσουν όταν βίαζαν ανήλικα κορίτσια και τα πέταγαν στα βράχια;
Που ήσουν όταν μιλήσαμε για παιδεία και μας είπατε κολλημένα μυαλά;
Που ήσουν όταν χρειαστήκαμε την αρωγή σου στις απρογραμμάτιστες πράξεις καλοσύνης;
Που ήσουν όταν όλοι έκαναν τα στραβά μάτια στο θέμα της παράνομης στάθμευσης;
Που ήσουν όταν έβλεπες ορδές πολιτών να πετάνε τα σκουπίδια τους στον δρόμο και όχι στον κάδο;
Ήσουν εκεί που μοιράζονται οι κάλπικες υποσχέσεις. Εκεί που φτύνεις και μετά γλύφεις. Εκεί που σε κοροϊδεύουν και εσύ σιωπάς. Αγόραζες τσιγάρα από τα Duty Free για να θολώσεις με τον καπνό τους, την πονεμένη σου ζωή. Έκλεινες πρώτη ξαπλώστρα στην ακτή, με βότκα βορειορωσική. Και το αποτσίγαρο το κάρφωνες στην άμμο.
Ήσουν στα φανάρια και έλεγες "Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;" πατώντας με το αυτοκίνητο πάνω στην διάβαση και μούτζωνες το μέλλον των παιδιών σου. Ήσουν στην ουρά για να αρπάξεις επιδοτήσεις, επιδόματα και συντάξεις που δεν δικαιούσαι, αλλά είχες να πουλήσεις την ψήφο σου, την ψήφο των παιδιών σου, της γιαγιάς σου και με ξύλο και απειλές πήρες και της γυναίκας σου, οι δύο των γονιών σου ήταν δεδομένες... Τις αντάλλαξες, πήρες το κλεμμένο χρήμα, δεμένο με άχρωμα φύκια, δήθεν για ανάπτυξη κι έτρεξες στην αντιπροσωπεία για το πολυτελές αυτοκίνητο.
Το πήρες... κρέμασες δυο, τρεις εικόνες κι έκοβες βόλτες, με τσιγάρα από τα σύνορα, να πατάς στην διάβαση πεζών, αφού σε έπιασε το κόκκινο φανάρι, το οποίο δεν πέρασες αυτή την φορά. Και τώρα θυμήθηκες πως έχεις και υποχρεώσεις;
Μπα, απλά τελείωσε το παραδάκι και σήκωσες το μπαϊράκι.
-Άγγελος Μητσόπουλος-
Ποιητής, Συγγραφέας
Που ήσουν όταν απέλυσαν τον γείτονά σου, επειδή έπιασε τα πενήντα και δεν απέδιδε πια;
Που ήσουν όταν βίαζαν ανήλικα κορίτσια και τα πέταγαν στα βράχια;
Που ήσουν όταν μιλήσαμε για παιδεία και μας είπατε κολλημένα μυαλά;
Που ήσουν όταν χρειαστήκαμε την αρωγή σου στις απρογραμμάτιστες πράξεις καλοσύνης;
Που ήσουν όταν όλοι έκαναν τα στραβά μάτια στο θέμα της παράνομης στάθμευσης;
Που ήσουν όταν έβλεπες ορδές πολιτών να πετάνε τα σκουπίδια τους στον δρόμο και όχι στον κάδο;
Ήσουν εκεί που μοιράζονται οι κάλπικες υποσχέσεις. Εκεί που φτύνεις και μετά γλύφεις. Εκεί που σε κοροϊδεύουν και εσύ σιωπάς. Αγόραζες τσιγάρα από τα Duty Free για να θολώσεις με τον καπνό τους, την πονεμένη σου ζωή. Έκλεινες πρώτη ξαπλώστρα στην ακτή, με βότκα βορειορωσική. Και το αποτσίγαρο το κάρφωνες στην άμμο.
Ήσουν στα φανάρια και έλεγες "Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;" πατώντας με το αυτοκίνητο πάνω στην διάβαση και μούτζωνες το μέλλον των παιδιών σου. Ήσουν στην ουρά για να αρπάξεις επιδοτήσεις, επιδόματα και συντάξεις που δεν δικαιούσαι, αλλά είχες να πουλήσεις την ψήφο σου, την ψήφο των παιδιών σου, της γιαγιάς σου και με ξύλο και απειλές πήρες και της γυναίκας σου, οι δύο των γονιών σου ήταν δεδομένες... Τις αντάλλαξες, πήρες το κλεμμένο χρήμα, δεμένο με άχρωμα φύκια, δήθεν για ανάπτυξη κι έτρεξες στην αντιπροσωπεία για το πολυτελές αυτοκίνητο.
Το πήρες... κρέμασες δυο, τρεις εικόνες κι έκοβες βόλτες, με τσιγάρα από τα σύνορα, να πατάς στην διάβαση πεζών, αφού σε έπιασε το κόκκινο φανάρι, το οποίο δεν πέρασες αυτή την φορά. Και τώρα θυμήθηκες πως έχεις και υποχρεώσεις;
Μπα, απλά τελείωσε το παραδάκι και σήκωσες το μπαϊράκι.
-Άγγελος Μητσόπουλος-
Ποιητής, Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου